οδογράφος

οδογράφος
ο
το οδόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. odographe < οδός + -γράφος (< γράφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • οδόμετρο — το (ΑΜ ὁδόμετρον, Α και ὁδόμετρος, ὁ) όργανο που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό τής απόστασης η οποία διανύεται στην ξηρά, αλλ. οδογράφος νεοελλ. (ειδικά) όργανο που χρησιμεύει στη μέτρηση τού αριθμού τών στροφών ενός τροχού ή άξονα μετάδοσης …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”